πορφυρία

πορφυρία
η, Ν
ιατρ.
1. ομάδα νόσων οι οποίες χαρακτηρίζονται από σημαντικά αυξημένη παραγωγή και απέκκριση πορφυρινών ή μιας από τις πρόδρομες μορφές τους
2. φρ. α) «ερυθροποιητικές πορφυρίες» — κατηγορία πορφυριών στην οποία η υπερπαραγωγή πορφυρινών σχετίζεται με τη σύνθεση τής αιμοσφαιρίνης στα κύτταρα τού μυελού τών οστών
β) «ηπατικές πορφυρίες» — κατηγορία πορφυριών στις οποίες η διαταραχή εντοπίζεται στο ήπαρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. porphyria < porphyrine + κατάλ. -ία (βλ. λ. πορφυρίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πορφύρια — πορφύριον purple dyed stuff neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Porphyrie — Klassifikation nach ICD 10 E80 Störungen des Porphyrin und Bilirubinstoffwechsels …   Deutsch Wikipedia

  • πορφινοχολιγόνο — το, Ν (βιοχ.) αμινοδιοξύ προερχόμενο από το πυρρόλιο, που συντίθεται από τη συμπύκνωση δύο μορίων αμινολεβουνιλικού οξέος και απαντά στα ούρα ασθενών οι οποίοι πάσχουν από οξεία πορφυρία, αλλ. πορφοχολινογόνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”