- πορφυρία
- η, Νιατρ.1. ομάδα νόσων οι οποίες χαρακτηρίζονται από σημαντικά αυξημένη παραγωγή και απέκκριση πορφυρινών ή μιας από τις πρόδρομες μορφές τους2. φρ. α) «ερυθροποιητικές πορφυρίες» — κατηγορία πορφυριών στην οποία η υπερπαραγωγή πορφυρινών σχετίζεται με τη σύνθεση τής αιμοσφαιρίνης στα κύτταρα τού μυελού τών οστώνβ) «ηπατικές πορφυρίες» — κατηγορία πορφυριών στις οποίες η διαταραχή εντοπίζεται στο ήπαρ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. porphyria < porphyrine + κατάλ. -ία (βλ. λ. πορφυρίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.